- κοπιωδης
- κοπιώδηςκοπι-ώδης2утомительный
(οἱ περίπατοι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(οἱ περίπατοι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοπιώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) κοπιώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κοπιώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπιώδης — ες (Α κοπιώδης, ῶδες) [κοπιώ] 1. επίπονος, κοπιαστικός, κουραστικός (α. «κοπιώδης εργασία» β. «καί τών άλλων πόνοι κοπιώδεα τρόπον», Ιπποκρ.) 2. οχληρός, φορτικός. επίρρ... κοπιωδώς κοπιαστικά, κουραστικά … Dictionary of Greek
κοπιώδει — κοπιώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κοπιώδης masc/fem/neut dat sg κοπιώδεϊ , κοπιώδης dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπιώδη — κοπιώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κοπιώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κοπιώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπιῶδες — κοπιώδης masc/fem voc sg κοπιώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπιώδεα — κοπιώδης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κοπιώδης masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπιώδεις — κοπιώδης masc/fem acc pl κοπιώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπιωδέστεροι — κοπιώδης masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπιωδῶν — κοπιώδης masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπιώδεας — κοπιώδης masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπιώδεες — κοπιώδης masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)